οἰνοῦττα

οἰνοῦττα
οἰνοῦττα, , ([etym.] οἰνόεις)
A cake or porridge of barley mixed with wine, water, and oil, eaten by rowers, Ar.Pl.1121.
II a plant with intoxicating properties, Arist.Fr.107.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οινούττα — οἰνοῡττα, ἡ (Α) 1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών 2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, εσσα, εν] …   Dictionary of Greek

  • οἰνοῦττα — cake fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνοῦττα — Οἰνοῦσσα , Οἰνοῦσσος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτται — οἰνοῦττα cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτταν — οἰνοῦττα cake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνούττῃ — οἰνού̱ττῃ , οἰνοῦττα cake fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”